ταχυδρόμων

ταχυδρόμων
ταχυδρόμος
fast-running
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… …   Dictionary of Greek

  • Τατί, Ζακ — (Jacques Tati, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του J. Tatischef, 1908 – 1982). Γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και ηθοποιός του βαριετέ. Αθλητικός τύπος, γνώρισε τις πρώτες του επιτυχίες με κεφάτες παρωδίες των σπορ, που τις παρουσίαζε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”